-
1 σχέδιο
[схждио] ουσ. о. набросок, эскиз, чертеж, план, проект, план, намерение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχέδιο
-
2 проект
проектм1. τό σχέδιο[ν]:\проект дома τό σχέδιο οίκοδομής· \проект закона τό σχέδιο νόμου, τό νομοσχέδιο· \проект резолюции τό σχέδιο ἀπόφασης·2. (замысел, план) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός, τό σχέδιο[ν]. -
3 проект
-а α.1. σχέδιο•проект жилого дома το σχέδιο κατοικίας•
проект дворца σχέδιο μεγάρου•
проект закона νομοσχέδιο•
проект резолюции σχέδιο απόφασης.
2. σκοπός• πλάνο•проект поездки πλάνοταξιδιού.
-
4 план
планм1. τό σχέδιο[ν] / τό πλάνο (производственный):сверх \плана πάνω ἀπό τό πλάνο· перевыполнить \план ὑπερεκπληρῶ (или ξεπερνώ) τό πλάνο· строить \планы κάμνω σχέδια, σχεδιάζω· расстроить (сорвать) чьи-л, \планы ἀνατρέπω τά σχέδια κάποιου· учебный \план τό σχολικό πρόγραμμα·2. (чертеж) τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα, τό σχεδιάγραμμα:\план города τό σχέδιο πόλης· снять \план κάμνω σχεδιάγραμμα·3. (место расположения) τό μέρος:передний \план τό μπροστινό μέρος, τό μπρός· задний \план τό πίσω μέρος, τό βάθος· выдвинуть что-л. на первый \план перен προωθώ στήν πρώτη γραμμή, βάζω στήν πρώτη γραμμή. -
5 рисунок
рисунокм в разн. знач. τό σχέδιο[ν], τό σκίτσο, τό ίχνογράφημα:\рисунок акварелью ἡ ὑδατογραφία, ἡ ἀκουαρέλα· \рисунок карандашом τό σχέδιο μέ μολύβι· \рисунок углем ἡ ἀνθρακογραφία, τό σχέδιο μέ κάρβουνο. -
6 эскиз
эскизм1. иск. τό σχέδιο, τό σκίτσο, τό σκιαγράφημα:\эскиз декорации ἡ μακέτα τής σκηνογραφίας·2. (план) τό σχέδιο, τό πρόχειρο σχέδιο, τό σκίτσο. -
7 план
-а α.σχέδιο, πλάνο πρόγραμμα•-города το σχέδιο της πόλης•
пятилетный πεντάχρονο (πενταετές) πλάνο•
производственный план παραγωγικό πλάνο•
составить -φτιάχνω πλάνο•
выполнить план εκπληρώνω το πλάνο•
хорошо задуманный план καλομελετημένο σχέδιο•
перевыполнить план υπερεκπληρώνω το πλάνο.
|| οθέση, μέρος•деревья занимают задний план картины τα δέντρα πιάνουν το φόντο του πίνακα.
|| μτφ. γραμμή, σειρά, σημασία, σπουδαιότητα•отпустить на задний план βάζω σε δεύτερη γραμμή (δευτερεύουσα σημασία).
|| τομέας, σφαίρα. || άποψη, τρόπος εξέτασης•обсудить вопрос в теоретическом -е συζητώ το ζήτημα από θεωρητική άποψη (θεωρητικά).
-
8 карго-план
мор. το σχέδιο της στοιβασίας, το σχέδιο φόρτωσης του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карго-план
-
9 каргоплан
мор. το σχέδιο της στοιβασίας, το σχέδιο φόρτωσης του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каргоплан
-
10 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
11 проект
1. (совокупность технической документации, разработанный план) η μελέτ/η, το σχεδιογράφημα 2. (предварительный план, черновой вариант) το προσχέδι/ο, η προμελέτηрабочий - (здания сооружения) το σύνολο κατασκευαστικών σχεδίων και μελετών3. (план, замысел) το σχέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проект
-
12 схема
1. (графическое изображение, чертёж) το σχέδιο, το σχεδιάγραμμα, το σχήμα 2. (со-вокупность элементов и цепей связи) το κύκλωμα 3. (изображение, образ действия, последовательность событий) το διάγραμμα, το σχήμα, το σχεδιάγραμμα, το πρόγραμμα, το σχέδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > схема
-
13 замысел
замысел м 1) (идея ) η ιδέα 2) (намерение) η πρόθεση, το σχέδιο* * *м1) ( идея) η ιδέα2) ( намерение) η πρόθεση, το σχέδιο -
14 набросок
-
15 одобрить
одобрить, одобрять εγκρίνω, επιδοκιμάζω· \одобрить предложение (проект) εγκρίνω την πρόταση ( το σχέδιο)* * *= одобрятьεγκρίνω, επιδοκιμάζωодо́брить предложе́ние (прое́кт) — εγκρίνω την πρόταση (το σχέδιο)
-
16 план
-
17 проект
проект м το προσχέδιο· το προσχεδίασμα \проект резолюции το σχέδιο απόφασης* * *мτο προσχέδιο; το προσχεδίασμαпрое́кт резолю́ции — το σχέδιο απόφασης
-
18 проектировать
-
19 пятилетка
пятилетка ж 1) η πενταετία 2) (пятилетний план ) το πεντάχρονο σχέδιο* * *ж1) η πενταετία2) ( пятилетний план) το πεντάχρονο σχέδιο -
20 рисунок
рисунок м η ζωγραφιά, το σχέδιο; \рисунок акварелью η ακουαρέλα* * *мη ζωγραφιά, το σχέδιοрису́нок акваре́лью — η ακουαρέλα
См. также в других словарях:
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
σχέδιο — το 1. παράσταση με γραμμές κάποιου αντικειμένου: Ποιος έκανε το σχέδιο αυτής της γέφυρας; 2. στολίδι γραμμικό πάνω σε μια επιφάνεια: Το ύφασμα αυτό έχει πολλά σχέδια. 3. είδος, μορφή, τύπος: Δε μου αρέσει αυτό το σχέδιο του αυτοκινήτου. – Πουλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… … Dictionary of Greek
εγχάρακτο σχέδιο — Απλό, άμεσο και εύκολο σχέδιο, που χαράσσεται με αιχμηρό εργαλείο σε πέτρα, μέταλλο, πηλό ή κονίαμα. Πρωτοεμφανίστηκε στην παλαιολιθική εποχή στα χαράγματα των σπηλαίων, τα οποία οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες γέμιζαν με μια λευκή ή ροδόχρωμη ύλη για… … Dictionary of Greek
Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… … Dictionary of Greek
Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… … Dictionary of Greek
Μάρσαλ, σχέδιο — Βλ. λ. Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ. Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε στην οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (φωτ. «100+1 χρόνια Ελλάδας») … Dictionary of Greek
σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… … Dictionary of Greek
νιέλλο — Σχέδιο χαραγμένο και ζωγραφισμένο επάνω σε άργυρο ή χρυσό. Η τεχνική του είναι πολύ απλή: επάνω σε μια χρυσή ή αργυρή πλάκα χαραγμένη με οξύ εργαλείο και ύστερα σκαλισμένη με το κοπίδι τοποθετείται σε λεπτό στρώμα ένα κράμα από άργυρο, μόλυβδο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek